- ανδρογόνος
- -ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)νεοελλ.βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόναα) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράσηβ) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρεςαρχ.ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.
Dictionary of Greek. 2013.